φανελοποιείο

φανελοποιείο
το, Ν [φανελοποιός]
εργοστάσιο κατασκευής φανελών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φανελοποιείο — το εργοστάσιο κατασκευής φανέλων ή άλλων πλεχτών ειδών, φανελάδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανελάδικο — το, Ν φανελοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. άδικο (πρβλ. τυροπιτ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • φανελάδικο — το φανελοποιείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”